- προακμάζω
- Α1. ωριμάζω πρωτύτερα2. φτάνω πρώιμα στην ακμή τής ηλικίας μου3. βρίσκομαι στην ηλικία πριν από την ακμή μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προακμάζον — προακμάζω ripen before the time pres part act masc voc sg προακμάζω ripen before the time pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προακμάζοντα — προακμάζω ripen before the time pres part act neut nom/voc/acc pl προακμάζω ripen before the time pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προακμάζουσι — προακμάζω ripen before the time pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προακμάζω ripen before the time pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προακμάζουσιν — προακμάζω ripen before the time pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προακμάζω ripen before the time pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προακμάζωσιν — προακμάζω ripen before the time pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek